- συγχρηματίζω
- Α1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)2. ενεργώ από κοινού με άλλον3. έχω ίδιο όνομα με άλλον4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].
Dictionary of Greek. 2013.